- καλλιεργημένος
- 1) refined2) sophisticated
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αστείος — α, ο (AM ἀστεῖος, α, ον και ος, ον) 1. (για λόγο) ο έξυπνος, ο ευτράπελος 2. (για πρόσ.) ο ευχάριστος, ο ευφυολόγος νεοελλ. 1. ο μηδαμινός, ο ασήμαντος («αστείο κέρδος») 2. το ουδ. ως ουσ. το ευφυολόγημα, το χωρατό, η εξυπνάδα αρχ. 1. ο… … Dictionary of Greek
ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
αρτιχάρακτος — ἀρτιχάρακτος, ον (Α) 1. αυτός που μόλις τώρα χαράχτηκε 2. πρόσφατα καλλιεργημένος ή οργωμένος 3. αυτός που πληγώθηκε προ ολίγου … Dictionary of Greek
αστικός — ή, ό (AM ἀστικός, ή, όν) όποιος ανήκει ή αναφέρεται στο άστυ, στην πόλη νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστική τάξη αρχ. 1. εκείνος που αγαπά τη ζωή της πόλης 2. ο καλλιεργημένος, ο πολιτισμένος 3. ως ουσ. ο αστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστ υ… … Dictionary of Greek
γεώπεδον — και γεωπέδιον, το (Α) καλλιεργημένος χώρος ή κήπος μέσα σε πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεω < γη + πέδον «έδαφος»] … Dictionary of Greek
γεώργημα — το (AM γεώργημα) [γεωργώ] ο καλλιεργημένος αγρός αρχ. μσν. 1. ο καρπός τής γης 2. πληθ. η συγκομιδή αρχ. πληθ. οι γεωργικές ασχολίες … Dictionary of Greek
δίπολος — η, ο (Α δίπολος, ον) νεοελλ. 1. διπολικός 2. φρ. «δίπολη κεραία» κεραία με δύο ίσους αγωγούς 3. το ουδ. ως ουσ. το δίπολο α) σύστημα από δύο μαγνητικούς πόλους με ίσες αλλά ετερώνυμες ποσότητες μαγνητισμού β) σύστημα από δύο σημειακά ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
εμφιλόπονος — ἐμφιλόπονος, ον (Α) ο επιμελώς καλλιεργημένος … Dictionary of Greek